- παλάμῃ
- παλάμηpalm of the handfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλάμη — palm of the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
παλάμη — η 1. το εσωτερικό του χεριού. 2. μονάδα μήκους ίσο με το 1/10 του μέτρου. 3. είδος γαντιού που χρησιμοποιείται σαν δαχτυλήθρα για το ράψιμο των πανιών του πλοίου, αλλ. βαρδαμάνα. 4. μείγμα από λίπος, πίσσα και θειάφι για εξωτερική επάλειψη των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλάμαι — παλάμη palm of the hand fem nom/voc pl παλάμᾱͅ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάμηι — παλάμῃ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάμηφι — παλάμη palm of the hand fem gen (epic) παλάμη palm of the hand fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαμᾶν — παλάμη palm of the hand fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαμέων — παλάμη palm of the hand fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαμῶν — παλάμη palm of the hand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάμαις — παλάμη palm of the hand fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)